γκάφα

γκάφα
η промах, неудача, оплошность, ляпсус;

κάνω γκάφα — сделать промах, допустить ляпсус; — сесть в лужу (разг )


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γκάφα" в других словарях:

  • γκάφα — η (λ. γαλλ.), άστοχη και απερίσκεπτη ενέργεια: Έκανα γκάφα αλλά θα επανορθώσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκάφα — η άστοχος, επιπόλαιος λόγος ή ενέργεια που μπορεί να προκαλέσει ζημιά ή δυσαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaffe] …   Dictionary of Greek

  • γκαφαδόρος — ο αυτός που κάνει γκάφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γκάφα + παραγωγική κατάληξη δόρος (πρβλ. αμακαδόρος, αβανταδόρος)] …   Dictionary of Greek

  • καταφερτζής — ὁ θηλ. καταφερτζού αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ α) + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. γκαφα τζής, κουλουρ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • κανείς — και κανένας και κάνας θηλ. καμιά ουδ. κανένα και κάνα αόρ. αντων. 1. σε προτάσεις ερωτηματικές ή και καταφατικές σημαίνει ένας τουλάχιστο, έστω και ένας, κάποιος: Έχεις κανένα μολύβι που να μην το χρειάζεσαι; 2. ούτε ένας: Κανέναν δε φοβήθηκα από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»